- μπουσουλάω
- μπουσουλάω (δε συνηθίζεται η κλίση σε -ώ), μπουσούλησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλεπουδεύω — 1. (για μωρά) έρπω, αρκουδίζω, «μπουσουλάω» 2. φέρομαι με πανουργία, πονηριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. αλεπούδ ες, πληθ. του ουσ. αλεπού] … Dictionary of Greek
τετραποδίζω — τετραπόδισα 1. βαδίζω με τα τέσσερα, μπουσουλάω. 2. (για ζώα), προχωρώ βάδην … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)